-
1 θλιβερά
θλιβερόςchafing: neut nom /voc /acc plθλιβερά̱, θλιβερόςchafing: fem nom /voc /acc dualθλιβερά̱, θλιβερόςchafing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 θλιβερά
sadlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θλιβερά
-
3 θλιβερός
-
4 μνήμη
η память (в разн. знач);καλή μνήμη — хорошая память;
μηχανική (οπτική) μνήμη — механическая (зрительная) память;
στη μνήμη — или εις μνήμην κάποιου — в память кого-л.; — памяти кого-л.;
τιμώντας τη μνήμη — чтя память;
προς τιμήν της μνήμης — в ознаменование памяти;
§ από μνήμης — наизусть;
ομιλώ (απαγγέλλω) από μνήμης — говорить (читать) по памяти;
θλιβερά τη μνήμη — печальной памяти;
αιωνία του η μνήμη — вечная ему память
См. также в других словарях:
θλιβερά — θλιβερός chafing neut nom/voc/acc pl θλιβερά̱ , θλιβερός chafing fem nom/voc/acc dual θλιβερά̱ , θλιβερός chafing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
Эротокритос — греч. Ερωτόκριτος … Википедия
ελκοποιώ — ἑλκοποιῶ ( έω) (AM) μσν. κάνω εντομές σε δέντρα αρχ. προκαλώ έλκη, αναξέω παλιές πληγές, ανακινώ θλιβερά ζητήματα τού παρελθόντος … Dictionary of Greek
θλιβά — επίρρ. [θλιβός] με τρόπο θλιβερό, θλιβερά, λυπημένα, λυπητερά,θλιμμένα («κι εκοίταξες θλιβά πιο πέρα», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
κακοστένακτος — κακοστένακτος, ον (Α) αυτός που στενάζει βαριά, θλιβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + στενάζω] … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek